- βεργίζω
- 1. χτυπώ με βέργα2. κόβω τις ξερές βέργες του κλήματος3. (και βεργίζομαι) λυγίζω σαν βέργα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω … Dictionary of Greek
βέργα — I Αρχαία πόλη της Βισαλτίας (Μακεδονία) στον ποταμό Στρυμόνα, 200 στάδια από την Αμφίπολη. Η B., που υπήρξε γενέτειρα του κωμικού Αντιφάνη, ήταν μέλος της A’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Η Β. λεγόταν και Βέργιον. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 910 μ., 147… … Dictionary of Greek
μονοβεργίζω — αφαιρώ τα παρακλάδια και αφήνω μόνο μία βέργα, δηλ. τον κεντρικό βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βεργίζω] … Dictionary of Greek